προκοιμώμαι
From LSJ
Ἦθος προκρίνειν χρημάτων γαμοῦντα δεῖ → Ex moribus, non aere, nupturam aestima → Bewerte den Charakter nicht das Geld der Braut
Greek Monolingual
-άομαι, Α κοιμῶμαι
1. κοιμάμαι προηγουμένως
2. πεθαίνω πρώιμα
3. (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) oἱ προκεκοιμημένοι
οι νεκροί.