ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή → deceit of gods by humans
η, Ντο να προκαλεί κανείς κάποιον, η ιδιότητα του προκλητικού.[ΕΤΥΜΟΛ. < προκλητικός. Η λ., στον λόγιο τ. προκλητικότης, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς].