προνύμφη

Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
βιολ.. αναπτυξιακή μορφή τών ζωικών οργανισμών, ενδιάμεση μεταξύ εμβρύου και τέλειου ατόμου, συνήθως ενήλικου στα περισσότερα ασπόνδυλα ζώα και σε πολλά κατώτερα σπονδυλόζωα, όπως λ.χ. στα αμφίβια και στα ψάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pronymph (< προ- + νύμφη)].