προκουράτωρ

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡ γὰρ συνήθεια δεινὴ τοῖς κατὰ μικρὸν ἐνοικειουμένοις πάθεσι πόρρω προαγαγεῖν τὸν ἄνθρωπον → for habituation has a strange power to lead men onward by a gradual familiarization of the feelings

Source

Greek (Liddell-Scott)

προκουράτωρ: -ωρος, Λατ. procurator, = ἐπίτροπος, Συνοδ. Καρθ. Καν. 16, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 136.

Greek Monolingual

-ωρος, ὁ, Μ
ρωμαιοκαθολικός κληρικός, επικεφαλής μητροπολιτικού ναού σε χώρα της Ευρώπης κατά τον Μεσαίωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. procurator «επίτροπος, επιμελητής» (< procuro)].