προπερισπωμένως
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με περισπωμένη στην παραλήγουσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προπερισπώμενος, μτχ. μέσ. ενεστ. του προπερισπῶ].