προπερισπωμένως
From LSJ
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με περισπωμένη στην παραλήγουσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προπερισπώμενος, μτχ. μέσ. ενεστ. του προπερισπῶ].
Α
επίρρ. με περισπωμένη στην παραλήγουσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προπερισπώμενος, μτχ. μέσ. ενεστ. του προπερισπῶ].