προπαραμονή

Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
η πριν από την παραμονή μιας γιορτής ή επετείου ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + παραμονή. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].