πρόσβλεψη

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256

Greek Monolingual

η / πρόσβλεψις, -έψεως, ΝΑ, δωρ. τ. ποτίβλεψις προσβλέπω
η προσήλωση του βλέμματος σε ένα σημείο
αρχ.
(στον δωρ. τ.) άποψη, εξωτερική όψη.