προσβάσιμος
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Greek (Liddell-Scott)
προσβάσιμος: -η, -ον, εὐπρόσιτος, βατός, Βυζ.
Greek Monolingual
-ίμη, -ον, Α πρόσβασις
ευπρόσιτος, βατός.
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
προσβάσιμος: -η, -ον, εὐπρόσιτος, βατός, Βυζ.
-ίμη, -ον, Α πρόσβασις
ευπρόσιτος, βατός.