προσηρμοσμένως

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσηρμοσμένως Medium diacritics: προσηρμοσμένως Low diacritics: προσηρμοσμένως Capitals: ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΩΣ
Transliteration A: prosērmosménōs Transliteration B: prosērmosmenōs Transliteration C: prosirmosmenos Beta Code: proshrmosme/nws

English (LSJ)

Adv.

   A fittingly, Hsch. s.v. ἀραρῶσαι.

Greek (Liddell-Scott)

προσηρμοσμένως: ἁρμοδίως, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀραρῶσαι.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με τρόπο που αρμόζει, καθώς πρέπει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσηρμοσμένος, μτχ. μέσου παρακμ. του προσαρμόζω.