πρόσημο

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
μαθ. το σύμβολο συν (+) ή πλην (-) που χαρακτηρίζει τους αριθμούς, αντίστοιχα, ως θετικούς ή αρνητικούς στην άλγεβρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -σημο (< σῆμα), πρβλ. παρά-σημο].