πρόσκτηση

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source

Greek Monolingual

η / πρόσκτησις, -ήσεως, ΝΑ προσκτῶμαι
1. πρόσφατη ή επί πλέον απόκτηση
2. επαύξηση τών υπαρχόντων, της περιουσίας, με νέα αποκτήματα
αρχ.
(σχετικά με ιδιότητες) πρόσφατη ή επί πλέον απόκτησηπρόσκτησις τῆς ἀρετῆς», Ιεροκλ.).