πρόσκτηση
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
Greek Monolingual
η / πρόσκτησις, -ήσεως, ΝΑ προσκτῶμαι
1. πρόσφατη ή επί πλέον απόκτηση
2. επαύξηση τών υπαρχόντων, της περιουσίας, με νέα αποκτήματα
αρχ.
(σχετικά με ιδιότητες) πρόσφατη ή επί πλέον απόκτηση («πρόσκτησις τῆς ἀρετῆς», Ιεροκλ.).