ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood
πρωτόαρχος: -ον, = πρώταρχος, Κ. Μανασσ. Χρον. 4494.
-ον, Μβλ. πρώταρχος.