πρωτόαρχος

From LSJ

Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone

Source

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόαρχος: -ον, = πρώταρχος, Κ. Μανασσ. Χρον. 4494.

Greek Monolingual

-ον, Μ
βλ. πρώταρχος.