πρώταρχος

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρώταρχος Medium diacritics: πρώταρχος Low diacritics: πρώταρχος Capitals: ΠΡΩΤΑΡΧΟΣ
Transliteration A: prṓtarchos Transliteration B: prōtarchos Transliteration C: protarchos Beta Code: prw/tarxos

English (LSJ)

πρώταρχον, primal, ἄτη A.Ag.1192.

German (Pape)

[Seite 804] zuerst anführend, anfangend, ἄτη, Aesch. Ag. 1165.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui marque le commencement d'une chose.
Étymologie: πρῶτος, ἄρχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρώταρχος -ον [πρῶτος, ἄρχω] oorspronkelijk:. π. ἄτη oorspronkelijke misdaad Aeschl. Ag. 1192.

Russian (Dvoretsky)

πρώταρχος: первоначальный (ἄτη Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

πρώταρχος: ὁ, ὁ πρῶτος, ὁ ἀρχικός, πρ. ἄτα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1192.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ, και πρωτόαρχος Μ
ο πρώτος, ο αρχικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -αρχος].

Greek Monotonic

πρώταρχος: ὁ, πρώτος, αρχικός, πρ. ἄτα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

πρώτ-αρχος, ὁ,
first-beginning, primal, πρ. ἄτα Aesch.