πρώταρχος
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
πρώταρχον, primal, ἄτη A.Ag.1192.
German (Pape)
[Seite 804] zuerst anführend, anfangend, ἄτη, Aesch. Ag. 1165.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui marque le commencement d'une chose.
Étymologie: πρῶτος, ἄρχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρώταρχος -ον [πρῶτος, ἄρχω] oorspronkelijk:. π. ἄτη oorspronkelijke misdaad Aeschl. Ag. 1192.
Russian (Dvoretsky)
πρώταρχος: первоначальный (ἄτη Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
πρώταρχος: ὁ, ὁ πρῶτος, ὁ ἀρχικός, πρ. ἄτα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1192.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ, και πρωτόαρχος Μ
ο πρώτος, ο αρχικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -αρχος].
Greek Monotonic
πρώταρχος: ὁ, πρώτος, αρχικός, πρ. ἄτα, σε Αισχύλ.