πρωτοετής
From LSJ
Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann
Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann
-ές, Ν
1. αυτός που διανύει το πρώτο έτος φοίτησης σε μία ανώτατη σχολή («πρωτοετής φοιτητής της ιατρικής»)
2. (για μαθητές) αυτός που για πρώτη φορά φοιτά σε μία τάξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -ετής (< έτος), πρβλ. δευτερο-ετής].