πρωτοετής

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann

Menander, Monostichoi, 506

Greek Monolingual

-ές, Ν
1. αυτός που διανύει το πρώτο έτος φοίτησης σε μία ανώτατη σχολήπρωτοετής φοιτητής της ιατρικής»)
2. (για μαθητές) αυτός που για πρώτη φορά φοιτά σε μία τάξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -ετής (< έτος), πρβλ. δευτερο-ετής].