πρωτοτυπία

Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

ἡ,

   A original form, Eust.50.38.

German (Pape)

[Seite 807] ἡ, die Eigenschaft eines πρωτότυπον, eines Stammwortes, Eust. 38, 17.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτοτῠπία: ἡ, ἡ ἰδιότης τοῦ πρωτοτύπου, Εὐστ. Πονημάτ. 171. 28, κτλ.

Greek Monolingual

η, ΝΜ πρωτότυπος
1. η ιδιότητα του πρωτότυπου, καινοτομία, ιδιοτυπία, ιδιομορφία
2. συνεκδ. καθετί το ασυνήθιστο ή και το παράδοξο
3. η αρχική μορφή, το πρωτότυπο.