πτερνοφύλαξ

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek (Liddell-Scott)

πτερνοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ τηρῶν, παραφυλάττων τὴν πτέρναν, ποιὰ θανατηφόρος ἔχιδναπτερνοφύλαξ ἔχιδνα, Νικήτ. Χωνιάν. Ἱστ. 193D.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Μ
αυτός που παραφυλάει τη φτέρνα κάποιου για να την τσιμπήσει («ποιά τις θανατηφόρος ἔχιδναπτερνοφύλαξ ἔχιδνα», Νικ. Χων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη / πτέρνα + φύλαξ.