πτερνοφύλαξ
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
πτερνοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ τηρῶν, παραφυλάττων τὴν πτέρναν, ποιὰ θανατηφόρος ἔχιδνα ἢ πτερνοφύλαξ ἔχιδνα, Νικήτ. Χωνιάν. Ἱστ. 193D.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Μ
αυτός που παραφυλάει τη φτέρνα κάποιου για να την τσιμπήσει («ποιά τις θανατηφόρος ἔχιδνα ἤ πτερνοφύλαξ ἔχιδνα», Νικ. Χων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη / πτέρνα + φύλαξ.