πρωτοτυπώ
From LSJ
Greek Monolingual
-όω, Α
σχηματίζω εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + τυπῶ «δίνω μορφή, σχηματίζω»].———————— πρωτοτυπῶ, -έω, ΝΜΑ
πρωτότυπος
νεοελλ.
εκφράζομαι ή εκδηλώνομαι με πρωτοτυπία, είμαι καινοτόμος, νεωτεριστής
αρχ.
(κυρίως στη γραμμ.) έχω τον πρώτο τύπο, την πρώτη μορφή, είμαι δηλ. ο πιο παλιός.