νεωτεριστής
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
English (LSJ)
νεωτεριστοῦ, ὁ, innovator, D.H.5.75, J. Vit.27, Plu.Cim.17.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
novateur, particul. révolutionnaire.
Étymologie: νεωτερίζω.
German (Pape)
ὁ, der Neuerungen macht, Aufwiegler, Plut. Cim. 17, Alex. 6.
Russian (Dvoretsky)
νεωτεριστής: οῦ ὁ стремящийся к переворотам, сторонник политических изменений (οἱ νεωτερισταὶ καὶ πολυπράγμονες Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
νεωτεριστής: -οῦ, ὁ νεωτερίζων, Διον. Ἁλ. 5. 75, Πλουτ. Κίμ. 17, κτλ.
Greek Monolingual
ο, θηλ. νεωτερίστρια (Α νεωτεριστής) νεωτερίζω
φορέας νέων ιδεών, αυτός που νεωτερίζει, που επιθυμεί ή επιχειρεί μεταβολές, κυρίως στην πολιτική ζωή («τὴν τόλμην καὶ τὴν λαμπρότητα δείσαντες ἀπεπέμψαντο μόνους τῶν συμμάχων ὡς νεωτεριστάς», Πλούτ.)
νεοελλ.
αυτός που ασπάζεται νέες ιδέες και συστήματα στον τρόπο ενδυμασίας και γενικότερα στους τρόπους και στις εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής, μοντέρνος, ριζοσπαστικός.
Greek Monotonic
νεωτεριστής: -οῦ, ὁ, καινοτόμος, αυτός που νεωτερίζει, σε Πλούτ.
Middle Liddell
νεωτεριστής, οῦ, ὁ, [from νεωτερίζω
an innovator, Plut.
Translations
innovator
Azerbaijani: yenilikçi, yeniçi; Catalan: innovador; Czech: inovátor; Finnish: innovaattori; French: innovateur; Greek: νεωτεριστής; Ancient Greek: καινιστής, νεωτεροποιός, νεωτεριστής; Galician: innovador; Italian: innovatore; Latin: novator; Russian: новатор; Slovak: inovátor, priekopník, priekopníčka; Spanish: innovador; Swedish: innovatör