Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
[Seite 817] = πτυκτός, zw., Jac. A. P. p. 50.
πυκτός: -ή, -όν, = πτυκτός, Πανδέκτη.
-ή, -όν, Αβλ. πτυκτός.