πυργόεις
From LSJ
κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος → grave, everlasting dwelling, everlasting dwelling place
κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος → grave, everlasting dwelling, everlasting dwelling place
πυργόεις: εσσα, εν, ἔχων πληθὺν πύργων, πόλις Νικ.Χων. Ἱστ. σ. 366C.
-εσσα, -εν, Μ
αυτός που έχει πολλούς πύργους, γεμάτος πύργους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + κατάλ. -όεις (πρβλ. αστερ-όεις)].