πυργόεις

From LSJ
Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

Greek (Liddell-Scott)

πυργόεις: εσσα, εν, ἔχων πληθὺν πύργων, πόλις Νικ.Χων. Ἱστ. σ. 366C.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Μ
αυτός που έχει πολλούς πύργους, γεμάτος πύργους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + κατάλ. -όεις (πρβλ. αστερ-όεις)].