πωγωνοτρόφος
From LSJ
Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur
German (Pape)
[Seite 826] den Bart nährend od. wachsen lassend, Κυνικός, Luc. ep. 9 (XI, 410, richtiger πωγωνοφόρος).
Greek Monolingual
-ον, Α
πωγωνοφόρος.