ραββίνος

Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και ραβίνος, ο, Ν
1. θρησκευτικός λειτουργός, ιεράρχης τών Εβραίων
2. φρ. «μέγας ραββίνος» — ο προϊστάμενος τών ραββίνων μιας περιοχής ή χώρας, ο αρχιραββίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. rabbino < εβρ. rabb «δάσκαλος»].