ραββίνος
Greek Monolingual
και ραβίνος, ο, Ν
1. θρησκευτικός λειτουργός, ιεράρχης τών Εβραίων
2. φρ. «μέγας ραββίνος» — ο προϊστάμενος τών ραββίνων μιας περιοχής ή χώρας, ο αρχιραββίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. rabbino < εβρ. rabb «δάσκαλος»].
και ραβίνος, ο, Ν
1. θρησκευτικός λειτουργός, ιεράρχης τών Εβραίων
2. φρ. «μέγας ραββίνος» — ο προϊστάμενος τών ραββίνων μιας περιοχής ή χώρας, ο αρχιραββίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. rabbino < εβρ. rabb «δάσκαλος»].