ρανούγκουλος
From LSJ
αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character
Greek Monolingual
ο, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που περιλαμβάνει 300 περίπου είδη από τα οποία γνωστότερα αυτοφυή είδη στην Ελλάδα είναι τα βατράχια, τα βατραχοβότανα, οι αγριονεραγκούλες, οι σφουρδάκλες κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ranunculus < λατ. ranunculus «είδος ποώδους φυτού» (< ranunculus, υποκορ. του rana «βάτραχος»)].