ρεζιλεύω
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
Greek Monolingual
Ν ρεζίλι
1. γελοιοποιώ, εξευτελίζω κάποιον, τον καταντροπιάζω
2. διαπομπεύω.
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
Ν ρεζίλι
1. γελοιοποιώ, εξευτελίζω κάποιον, τον καταντροπιάζω
2. διαπομπεύω.