ράσπα

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

η Ν
είδος λίμας με αδρή διαμόρφωση δοντιών, κατάλληλης για την επεξεργασία του ξύλου καθώς και άλλων μαλακών υλικών, όπως είναι οι ουλές τών ζώων κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rasp < μεσ. γαλλ. raspe, λ. γερμανικής προέλευσης].