ῥεγιστής

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt

Menander, Monostichoi, 71

German (Pape)

[Seite 837] ὁ, der eine Decke, ein Gewand färbt, Hesych.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ῥεγισταί
βαφεῑς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί πιθ. άλλο τ. της λ. ῥεγεύς (< ῥέζω «βάφω»), η ύπαρξη του, όμως, παραμένει αμφίβολη].