ρητινούχος
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
Greek Monolingual
-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
1. αυτός που περιέχει ρητίνες
2. αυτός από τον οποίο μπορούν να εξαχθούν ρητίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρητίνη + -ούχος].