ρητινούχος

From LSJ

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source

Greek Monolingual

-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
1. αυτός που περιέχει ρητίνες
2. αυτός από τον οποίο μπορούν να εξαχθούν ρητίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρητίνη + -ούχος].