Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
-ον, Μφυτεμένος που ήδη έχει αναπτυχθεί και έχει απλώσει τις ρίζες του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + φυτευτός (< φυτεύω)].