ρόδα
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
Greek Monolingual
η, Ν
1. τροχός οχήματος ή άλλης συσκευής
2. μτφ. ιδιωτικό αυτοκίνητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. roda].
η, Ν
1. τροχός οχήματος ή άλλης συσκευής
2. μτφ. ιδιωτικό αυτοκίνητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. roda].