ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
-η, -ο, Ν
(για φυτό) αυτός που βγάζει καρπούς κοντά στη ρίζα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhizocarpous (< ρίζα + καρπός)].