ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly
τὸ, Ατο ροδόσταγμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. ενός επιθ. ῥοδόστακτος < ῥόδον + στακτός (< στάζω), πρβλ. μελί-στακτος, πυρί-στακτος].