Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ροδόστακτον

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.

Greek Monolingual

τὸ, Α
το ροδόσταγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. ενός επιθ. ῥοδόστακτος < ῥόδον + στακτός (< στάζω), πρβλ. μελίστακτος, πυρίστακτος].