ροδόστακτον

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422

Greek Monolingual

τὸ, Α
το ροδόσταγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. ενός επιθ. ῥοδόστακτος < ῥόδον + στακτός (< στάζω), πρβλ. μελίστακτος, πυρίστακτος].