ροδόστακτον
From LSJ
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
Greek Monolingual
τὸ, Α
το ροδόσταγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. ενός επιθ. ῥοδόστακτος < ῥόδον + στακτός (< στάζω), πρβλ. μελίστακτος, πυρίστακτος].