Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει ρόδινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. θαλασσό-χρωμος, πορφυρό-χρωμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Μ.Γ. Σχινά και Ι.Ν. Λεβαδέως].