ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → he whom the gods love dies young, only the good die young
-ές, ΝΑροδοστεφανωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + -στεφής (< στέφος, το < στέφω), πρβλ. κισσο-στεφής].