ροχαλίζω
Greek Monolingual
ῥογχαλίζω, ΝΑ, και ρουχαλίζω Ν
αναπνέω θορυβωδώς κατά τη διάρκεια του ύπνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ῥογχαλίζω είναι εκφραστικό παράγωγο του ρ. ρέγχω σχηματισμένο από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας (πρβλ. ρογχάζω) με ένθημα -αλ- (πρβλ. κογχ-αλ-ίζω) και κατάλ. -ίζω. Στη Νεοελληνική χρησιμοποιείται ο τ. ροχαλίζω].