ῥυφάνω
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
English (LSJ)
ῥῠφέω, ῥύφημα, Ion. for ῥοφάνω, -έω, -ημα (qq.v.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥῠφάνω: ῥῠφέω, ῥύφημα, Ἰων. ἀντὶ ῥοφάνω, κτλ., ἃ ἴδε.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. ροφώ.