Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst
-ή, -ό, Ν ρουφώ
1. αυτός που τρώγεται ή πίνεται με ρούφηγμα («ρουφηχτά αβγά»)
2. φρ. «ρουφηχτό φιλί» — παρατεταμένο φιλί με παράλληλη κίνηση ρόφησης.