ρουφηχτός

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν ρουφώ
1. αυτός που τρώγεται ή πίνεται με ρούφηγμα («ρουφηχτά αβγά»)
2. φρ. «ρουφηχτό φιλί» — παρατεταμένο φιλί με παράλληλη κίνηση ρόφησης.