Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
το, Ν
άκλ. είδος ξύλινου πέδιλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sabot < γαλλ. savate «παλιό, φθαρμένο παπούτσι», κατ' επίδραση του botte «υπόδημα»].