σαμπό

From LSJ

Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst

Menander, Monostichoi, 475

Greek Monolingual

το, Ν
άκλ. είδος ξύλινου πέδιλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sabot < γαλλ. savate «παλιό, φθαρμένο παπούτσι», κατ' επίδραση του botte «υπόδημα»].