σαρκόρριζος

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκόρριζος Medium diacritics: σαρκόρριζος Low diacritics: σαρκόρριζος Capitals: ΣΑΡΚΟΡΡΙΖΟΣ
Transliteration A: sarkórrizos Transliteration B: sarkorrizos Transliteration C: sarkorrizos Beta Code: sarko/rrizos

English (LSJ)

ον,

   A with a fleshy root, Thphr.HP7.12.1, Od.63.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκόρριζος: -ον, ὁ ἔχων ῥίζας σαρκώδεις, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 12, 1, π. Ὀσμ. 63.

Greek Monolingual

-η, -ο / σαρκόρριζος, -ον, ΝΑ
(για φυτά) αυτός που έχει σαρκώδεις ρίζες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. λεπτό-ρριζος, φλοιό-ρριζος].