δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
(I)-άω, Α σάρξ, σαρκός](κατά τον Ησύχ.)1. σαρκάζω2. (η μτχ. ενεργενεστ.) σαρκῶν «σεσηρώς».———————— (II)-όω, ΜΑβλ. σαρκώνω.