σαυρόμορφα

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115

Greek Monolingual

τα, Ν
ζωολ. υπόταξη ερπετών που ανήκει στην τάξη λεπιδωτά ή οφιοσαύρια και περιλαμβάνει τα είδη τα οποία είναι γνωστά ως σαύρες, αλλ. σαυροειδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. sauria (< σαύρα / σαῦρος.