σαῦρος
Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!
English (LSJ)
ὁ, = σαύρα, Hdt.4.183 (as v.l.), cf. Hp.Morb.3.11, Arist.HA503a22, Nic.Th.817.
II horse-mackerel, = τραχοῦρος, Alex. 133.1, Arist.HA610b5, Gal.6.720.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 lézard, animal;
2 saurel, poisson de mer.
Étymologie: cf. σαύρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σαῦρος -ου, ὁ hagedis.
German (Pape)
ὁ, = σαύρα,
1 die Eidechse; Her. 4.183, doch schwankt hier die Lesart. Nach B.A. p. 64 hatte Theocr. auch ἡ σαῦρος.
2 ein Seefisch; Ath. VII.322c aus Alexis und a. Com.; Arist. H.A. 9.2; sonst τραχοῦρος.
Russian (Dvoretsky)
σαῦρος: ὁ
1 ящерица Her., Arst.;
2 «ящерица» (род морской рыбы) Arst.
Greek Monolingual
ο / σαῡρος, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. γένος, σύμφωνα με παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης, ιχθύων της οικογένειας μυκτοφίδες της τάξης μυκτοφιοειδείς
αρχ.
1. σαύρα
2. το ψάρι σαυρίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. σπάνιος τ. του σαύρα].
Greek Monotonic
σαῦρος: ὁ, = σαύρα, Λατ. lacertus, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
σαῦρος: ὁ, = σαύρα (ὡς τὸ lacertus = lacerta, παρὰ Οὐεργιλ.), Ἡρόδ. 4. 183, Ἱππ. 58. 18., 490. 47, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 11, 6, κ. ἀλλ. ΙΙ. θαλάσσιος ἰχθύς, Ἄλεξις ἐν «Λευκαδίᾳ» 1· ἴδε παρ’ Ἀθην. 322C κἑξ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 2, 1· ἀλλαχοῦ τραχοῦρος.