σαρακοστή

Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
1. περίοδος νηστείας πριν από τα Χριστούγεννα που διαρκεί 40 ημέρες, σαρανταήμερο
2. (κατ' επέκτ.) κάθε νηστεία μεγάλης διάρκειας που γίνεται για θρησκευτικούς λόγους
3. φρ. α) «Μεγάλη Σαρακοστή»
εκκλ. η περίοδος τών σαράντα ημερών νηστείας πριν από το Πάσχα, που αρχίζει την πρώτη Κυριακή τών νηστειών και τελειώνει την Μεγάλη Εβδομάδα
4. παροιμ. φρ. «λείπει ο Μάρτης απ' τη σαρακοστή;» — λέγεται για εκείνους που συνηθίζουν να αναμιγνύονται παντού ή για ένα αναπόφευκτο αποτέλεσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. σαρακοστός].