σεληνόπληκτος

Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

ον,= σεληνόβλητος, Sch.Ar.Nu.397, Suid.

   A s.v. βεκκες έληνος.

German (Pape)

[Seite 870] = σεληνόβλητος, Hesych. v. βεκκεσέληνος.

Greek (Liddell-Scott)

σεληνόπληκτος: -ον, = σεληνόβλητος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 397, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει πληγεί από την βλαβερή επίδραση της Σελήνης
2. (κατ επέκτ.) ο επιληπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + -πληκτος (< πλήττω), πρβλ. θαλασσό-πληκτος].