Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επιληπτικός

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπιληπτικός, -ή, -όν) επιληψία
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιληψία ή στον επιληπτικό
2. αυτός που πάσχει από επιληψία.